- πωλικός
- -ή, -όν, Α [πῶλος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώλους, σε πουλάρια2. (γενικά) νεαρό, μικρής ηλικίας ζώο («πωλικὸν ζεῡγος βοῶν», Αλκ. Κωμ.)3. (στην ποίηση) παρθενικός, κοριτσίστικος ή αγορίστικος4. φρ. α) «πωλικὴ ἀπήνη» — άρμα που σύρεται από πώλους ή, γενικά, άλογαβ) «πωλικὰ διώγματα» — καταδίωξη με άρμα που σύρεται από πώλουςγ) «πωλικὸν τέθριππον» — άρμα που σύρεται από πώλους, σε αντιδιαστολή με το τέλεον τέθριππον που είναι το άρμα που σύρεται από ώριμα άλογα.επίρρ...πωλικῶς Ακατά τρόπο πωλικό.
Dictionary of Greek. 2013.